σάρδης

σάρδης
ο, Ν
(ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σαρδόνυχα αποτελούν δύο από τους πιο ευρέως χρησιμοποιούμενους ημιπολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sard < λατ. sarda < ελλ. σάρδιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σάρδης — Σάρδεις fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρδης — σάρδα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρδιο — το / σάρδιον, ΝΑ ο σάρδης και το πολύ συγγενικό του καρνεόλιο, ημιπολύτιμοι λίθοι κατάλληλοι για την διακόσμηση δαχτυλιδιών, οι οποίοι είναι ποικιλίες τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος αρχ. 1. σφραγίδα 2. στον πληθ. τὰ σάρδια γυναικεία κοσμήματα …   Dictionary of Greek

  • ЕВНАПИЙ САРДСКИЙ — [греч. Εὐνάπιος ὁ Σάρδης] (345/6 или 349, Сарды после 414, там же), греч. историк, язычник. Сведения о жизни Е. С. содержатся в его сочинениях, а также в «Библиотеке» свт. Фотия (IX в.). Е. С. почти всю жизнь прожил в Сардах (Лидия; ныне Сарт,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”